Ο όρος υπερπαραθυρεοειδισμός περιγράφει τη νόσο των παραθυρεοειδών αδένων (ενός ή περισσοτέρων) που προκαλείται από την αυξημένη λειτουργία τους (υπερέκκριση της παραθορμόνης) . Ο παθολογικός παραθυρεοειδικός ιστός σε αυτές τις καταστάσεις παράγει περισσότερη παραθορμόνη εξαιτίας παθολογίας του ίδιου του αδένα ή δευτεροπαθώς από παθολογικές καταστάσεις εκτός των αδένων. Βασιζόμενοι στην αιτιολογία του υπερπαραθυρεοειδισμού, κατατάσσουμε τη νόσο σε τρεις τύπους:

  1. Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση αυτόνομης (χωρίς άλλη αιτία) υπέρμετρης παραγωγή παραθορμόνης, που προκαλείται από την υπερπλασία ή από αδένωμα ενός ή περισσοτέρων παραθυρεοειδών αδένων. Προκαλεί αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και παραθορμόνης στον ορό του αίματος.

  2. Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Περιγράφει την υπερέκκριση παραθορμόνης ως απάντηση στα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα λόγω αιτίας άσχετης με τους παραθυρεοειδείς (συνηθέστερα νεφρικής ανεπάρκειας ή έλλειψης βιταμίνης D). Προσδιορίζεται από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και αντιρροπιστική αύξηση της τιμής της παραθορμόνης στον ορό του αίματος.

  3. Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Πρόκειται για αυτονόμηση των παραθυρεοειδών αδένων μετά από παρατεταμένη περίοδο δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού. Όπως και στον πρωτοπαθή, έτσι και στον τριτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό ανιχνεύονται αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και παραθορμόνης ορού.