Ο όρος υπερπαραθυρεοειδισμός περιγράφει τη νόσο των παραθυρεοειδών αδένων (ενός ή περισσοτέρων) που προκαλείται από την αυξημένη λειτουργία τους (υπερέκκριση της παραθορμόνης) . Ο παθολογικός παραθυρεοειδικός ιστός σε αυτές τις καταστάσεις παράγει περισσότερη παραθορμόνη εξαιτίας παθολογίας του ίδιου του αδένα ή δευτεροπαθώς από παθολογικές καταστάσεις εκτός των αδένων. Βασιζόμενοι στην αιτιολογία του υπερπαραθυρεοειδισμού, κατατάσσουμε τη νόσο σε τρεις τύπους:
-
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση αυτόνομης (χωρίς άλλη αιτία) υπέρμετρης παραγωγή παραθορμόνης, που προκαλείται από την υπερπλασία ή από αδένωμα ενός ή περισσοτέρων παραθυρεοειδών αδένων. Προκαλεί αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και παραθορμόνης στον ορό του αίματος.
-
Δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Περιγράφει την υπερέκκριση παραθορμόνης ως απάντηση στα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα λόγω αιτίας άσχετης με τους παραθυρεοειδείς (συνηθέστερα νεφρικής ανεπάρκειας ή έλλειψης βιταμίνης D). Προσδιορίζεται από χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και αντιρροπιστική αύξηση της τιμής της παραθορμόνης στον ορό του αίματος.
-
Τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός. Πρόκειται για αυτονόμηση των παραθυρεοειδών αδένων μετά από παρατεταμένη περίοδο δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού. Όπως και στον πρωτοπαθή, έτσι και στον τριτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό ανιχνεύονται αυξημένα επίπεδα ασβεστίου και παραθορμόνης ορού.